μεταπιπράσκω

μεταπιπράσκω
μεταπιπράσκω (Α)
πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + πιπράσκω «πουλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταπράσις — μεταπράσις, εως, ἡ (Α) [μεταπιπράσκω] η μεταπώληση («τὰς οἰκοδομίας, ἅς ἀδιαλείπτους ποιοῡσιν αἱ συμπτώσεις καὶ ἐμπρήσεις καὶ μεταπράσεις», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταπράτης — ο (ΑΜ μεταπράτης) [μεταπιπράσκω] 1. λειανοπωλητής 2. μεταπωλητής («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών») …   Dictionary of Greek

  • μεταπράτηση — η [μεταπιπράσκω] (οικον.) μεταπώληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”